- ιερόμορφος
- ἱερόμορφος, -ον (Μ)αυτός που παριστάνει ιερή μορφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό-μορφος, ιδιό-μορφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek